- ῥιζωμάτων
- ῥίζωμαthe mass of rootsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Veria — Gemeinde Veria Δήμος Βέροιας (Βέροια) … Deutsch Wikipedia
δροσερά — Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των δροσεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυή και ευδοκιμούν στις πολύ υγρές ή τελματώδεις περιοχές. Χαρακτηρίζονται από τα ειδικά φύλλα τους, που έχουν την ιδιότητα να προσελκύουν και να συλλαμβάνουν μικρά… … Dictionary of Greek
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… … Dictionary of Greek
σπαράγγι — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ασπάραγος (οικογένεια Λειλιίδες, μονοκοτυλήδονα), που πολλά είδη του είναι εδώδιμα και καλλωπιστικά. Ο ασπάραγος ο φαρμακευτικός, είναι εδώδιμος. Από το φυτό τρώγονται μόνο οι ανοιξιάτικοι νεαροί και σαρκώδεις… … Dictionary of Greek
ασπιδίστρα — (aspidistra). Πολυετές φυτό της οικογένειας των λειριιδών, χωρίς βλαστό, αλλά με μεγάλα (40 50 εκ.) πράσινα ή ποικιλόχρωμα γυαλιστερά φύλλα, εκπτυσσόμενα κατευθείαν από τα υπόγεια ριζώματα. Έχει άνθη μικρά, ωχροπόρφυρα, κρυμμένα. Πολύ διαδεδομένη … Dictionary of Greek
ιρόνη — Αρωματική μεθυλοκετόνη, του τύπου C13H20O, που ανήκει στην ομάδα των τερπενίων. Είναι υγρό, δεξιόστροφο, με ειδικό βάρος 0,939 gr/cm3 και παραλαμβάνεται από το αιθέριο έλαιο των ριζωμάτων του φυτού ίρις η φλωρεντινή, ύστερα από απόσταξη με… … Dictionary of Greek
Μακεδονίδος, δήμος — Νέος δήμος (2.346 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Δασκίου, Πολυδένδρου, Ριζωμάτων και Σφηκιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Ριζώματα … Dictionary of Greek
μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… … Dictionary of Greek